- ξεμασκάλισμα
- τό1) обрывание, обламывание (ветвей, ростков); 2) обломок (ветки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμασκάλισμα — και ξεμασχάλισμα, το [ξεμασχαλίζω] κλαδί ή βλαστός φυτού που αποσπάστηκε με το χέρι … Dictionary of Greek